φλογόλευκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φλογόλευκος, -η, -ο
- που έχει το χρώμα της φλόγας κοντά στην πηγή της, στην αρχή της, το πυρακτωμένο που είναι σχεδόν λευκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φλογόλευκος