φλογμός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φλογμός | οἱ | φλογμοί |
γενική | τοῦ | φλογμοῦ | τῶν | φλογμῶν |
δοτική | τῷ | φλογμῷ | τοῖς | φλογμοῖς |
αιτιατική | τὸν | φλογμόν | τοὺς | φλογμούς |
κλητική ὦ! | φλογμέ | φλογμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φλογμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φλογμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλογμός, -οῦ αρσενικό
- φλόγα, πυρ
- λάμψη
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 474 (471-474)
- ἢ | Τιτάνων γενεάν | τὰν Ζεὺς ἀμφιπύρῳ κοιμί- | ζει φλογμῷ Κρονίδας;
- ή | των Τιτάνων τη γενιά | που ο Δίας ο Κρονίδης θανάτωσε | με διπλό αστροπελέκι;
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἢ | Τιτάνων γενεάν | τὰν Ζεὺς ἀμφιπύρῳ κοιμί- | ζει φλογμῷ Κρονίδας;
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 474 (471-474)
- (μεταφορικά) έξαψη του πάθους
- (ιατρική) φλεγμονή, πυρετός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, (De prisca medicina), 19, @scaife.perseus
- Ὀδύναι δὲ καὶ καῦμα καὶ φλογμὸς ἔσχατος κατέχει μέχρι τινὸς, μέχρις ἂν τὰ ῥεύματα πεφθῇ καὶ γένηται παχύτερα, καὶ λήμη ἀπ αὐτέων ἴῃ·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, (De prisca medicina), 19, @scaife.perseus
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- φλογμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φλογμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.