φιλολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλολογικός < μεσαιωνική ελληνική φιλολογικός < φιλόλογος
Επίθετο επεξεργασία
φιλολογικός
- ο σχετικός με τη φιλολογία
- φιλολολογικός όμιλος, φιλολογική σχολή
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλολογικός