philologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fi.lɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
philologique | philologiques |
philologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
philologique | philologiques |
philologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό