Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλειρηνίστρια οι φιλειρηνίστριες
      γενική της φιλειρηνίστριας των φιλειρηνιστριών
    αιτιατική τη φιλειρηνίστρια τις φιλειρηνίστριες
     κλητική φιλειρηνίστρια φιλειρηνίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλειρηνίστρια < φιλειρηνιστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλειρηνίστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία