φιλαρχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλαρχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φιλαρχία. Συγχρονικά αναλύεται σε φιλ- + αρχία.
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλαρχία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλαρχία