φιλάδελφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλάδελφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλάδελφος αρσενικό
- (φυτό) καλλωπιστικός θάμνος φυλλοβόλος που ανήκει στο γένος Φιλάδελφος
- → δείτε Philadelphus coronarius, (ελληνιστική κοινή) φιλάδελφον (ουδέτερο)
- (Χρειάζεται συμπλήρωση: γνωστό με πολλά κοινά ονόματα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλάδελφος < αρχαία ελληνική φιλ- + ἀδελφ(ός) + -ος
Επίθετο επεξεργασία
φιλάδελφος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που αγαπά τον αδελφό ή την αδελφή
- (τίτλος) βασιλέων όπως οι Πτολεμαῖος → δείτε τη λέξη Φιλάδελφος
Παράγωγα επεξεργασία
- φιλάδελφον (βοτανική)
Πηγές επεξεργασία
- φιλάδελφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλάδελφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.