Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιδοπουκάμισο τα φιδοπουκάμισα
      γενική του φιδοπουκάμισου των φιδοπουκάμισων
    αιτιατική το φιδοπουκάμισο τα φιδοπουκάμισα
     κλητική φιδοπουκάμισο φιδοπουκάμισα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ξεραμένο φιδοπουκάμισο

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιδοπουκάμισο < φίδι + πουκάμισο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιδοπουκάμισο ουδέτερο

  • το δέρμα το οποίο το αποβάλλει ένα φίδι σε τακτικά διαστήματα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία