Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φιγουράτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φιγουράτ
ος
η
φιγουράτ
η
το
φιγουράτ
ο
γενική
του
φιγουράτ
ου
της
φιγουράτ
ης
του
φιγουράτ
ου
αιτιατική
τον
φιγουράτ
ο
τη
φιγουράτ
η
το
φιγουράτ
ο
κλητική
φιγουράτ
ε
φιγουράτ
η
φιγουράτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φιγουράτ
οι
οι
φιγουράτ
ες
τα
φιγουράτ
α
γενική
των
φιγουράτ
ων
των
φιγουράτ
ων
των
φιγουράτ
ων
αιτιατική
τους
φιγουράτ
ους
τις
φιγουράτ
ες
τα
φιγουράτ
α
κλητική
φιγουράτ
οι
φιγουράτ
ες
φιγουράτ
α
Κατηγορία
όπως «
ξένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φιγουράτος
<
φιγούρ(α)
+
-άτος
Επίθετο
επεξεργασία
φιγουράτος, -η, -ο
ο
κομψός
, που
εντυπωσιάζει
με την εμφάνισή του με διακριτικό τρόπο και όχι ακραίο σαν τον
φιγουρατζή
Συγγενικά
επεξεργασία
φιγουράρω
φιγούρα
φιγουρίνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φιγουράτος
αγγλικά
:
elegant
(en)
γαλλικά
:
voyant
(fr)
, qui en met
plein
(fr)
la
vue
(fr)
,