φθογγόσημο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φθογγόσημο | τα | φθογγόσημα |
γενική | του | φθογγόσημου & φθογγοσήμου |
των | φθογγόσημων & φθογγοσήμων |
αιτιατική | το | φθογγόσημο | τα | φθογγόσημα |
κλητική | φθογγόσημο | φθογγόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φθογγόσημο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φθογγόσημο ουδέτερο
- (μουσική) σύμβολο που τοποθετείται σε πεντάγραμμο και αντιπροσωπεύει ένα μουσικό ήχο ορισμένης διάρκειας και συχνότητας