φευγαλέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fe.vɣaˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φευ‐γα‐λέ‐ος
Επίθετο επεξεργασία
φευγαλέος, -α, -ο
- που έρχεται για λίγο και χάνεται πολύ γρήγορα
- ↪ ένα φευγαλέο συναίσθημα
- που γίνεται με δυσκολία αντιληπτός
- ↪ φευγαλέα ματιά