φατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φατικός | η | φατική | το | φατικό |
γενική | του | φατικού | της | φατικής | του | φατικού |
αιτιατική | τον | φατικό | τη | φατική | το | φατικό |
κλητική | φατικέ | φατική | φατικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φατικοί | οι | φατικές | τα | φατικά |
γενική | των | φατικών | των | φατικών | των | φατικών |
αιτιατική | τους | φατικούς | τις | φατικές | τα | φατικά |
κλητική | φατικοί | φατικές | φατικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phatic < αρχαία ελληνική φατός + -ικός[1]
Επίθετο επεξεργασία
φατικός, -ή, -ό (γλωσσολογία)
- επικοινωνία που στοχεύει στη δημιουργία επαφής και δεν περιέχει κάποια ουσιαστική πληροφορία
- ↪ Μια φατική συζήτηση: «–Καλημέρα, τι κάνεις; –Καλά, εσύ;»
- καταφατικός, βεβαιωτικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φατικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας