Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαρμάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φαρμάρισμα
τα
φαρμαρίσμα
τ
α
γενική
του
φαρμαρίσμα
τ
ος
των
φαρμαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
φαρμάρισμα
τα
φαρμαρίσμα
τ
α
κλητική
φαρμάρισμα
φαρμαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαρμάρισμα
<
φαρμάρω
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαρμάρισμα
ουδέτερο
(
διαδικτυακή αργκό
,
νεολογισμός
,
ανεπίσημο
,
πληροφορική
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
φαρμάρω
Συγγενικά
επεξεργασία
φαρμάρω
φάρμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
γκραϊντάρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαρμάρισμα
αγγλικά
:
farming
(en)