γκραϊντάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκραϊντάρισμα < γκραϊντάρω + -ισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκραϊντάρισμα ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γκραϊντάρω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκραϊντάρισμα
|