φανελένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φανελένιος | η | φανελένια | το | φανελένιο |
γενική | του | φανελένιου | της | φανελένιας | του | φανελένιου |
αιτιατική | τον | φανελένιο | τη | φανελένια | το | φανελένιο |
κλητική | φανελένιε | φανελένια | φανελένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φανελένιοι | οι | φανελένιες | τα | φανελένια |
γενική | των | φανελένιων | των | φανελένιων | των | φανελένιων |
αιτιατική | τους | φανελένιους | τις | φανελένιες | τα | φανελένια |
κλητική | φανελένιοι | φανελένιες | φανελένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fa.neˈle.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νε‐λέ‐νιος
Επίθετο επεξεργασία
φανελένιος, -α, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
φανελένιος
|