Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ένιος η -ένια το -ένιο
      γενική του -ένιου της -ένιας του -ένιου
    αιτιατική τον -ένιο τη(ν) -ένια το -ένιο
     κλητική -ένιε -ένια -ένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ένιοι οι -ένιες τα -ένια
      γενική των -ένιων των -ένιων των -ένιων
    αιτιατική τους -ένιους τις -ένιες τα -ένια
     κλητική -ένιοι -ένιες -ένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
Προφέρονται ως προπαροξύτονα λογιότερα επίθετα όπως αυχένιος, ξένιος, κ.ά.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ένιος < αρχαία ελληνική -έϊνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.ɲos/ (με συνίζηση, σπανιότερα χωρίς[1])
τυπογραφικός συλλαβισμός: -έ‐νιος

  Επίθημα επεξεργασία

-ένιος

  1. παραγωγικό επίθημα σχηματισμού επιθέτων που φανερώνουν ότι το προσδιοριζόμενο:
    1. είναι κατασκευασμένο από το υλικό του θέματος
      σίδερο > σιδερένιος
    2. έχει το χρώμα του υλικού του θέματος
      μέλι > μελένιος
      χρυσάφι > χρυσαφένιος
      κεχριμπάρι > κεχριμπαρένιος

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Δε χρησιμοποιείται για την παραγωγή επιθέτων από ονόματα χρωμάτων (όπως χρυσαφί, κανελί) αλλά από υλικά.

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Προφέρονται χωρίς συνίζηση λογιότερα επίθετα όπως αυχένιος (επαυχένιος, περιαυχένιος), ελλιμένιος, ξένιος, ωλένιος



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ένιος < αρχαία ελληνική -έϊνος μετουσιαστικό επίθημα, δηλωτικό ύλης, με συνίζηση για την αποφυγή της χασμωδίας[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-ένιος

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία