Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υψοφοβικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υψοφοβικ
ός
η
υψοφοβικ
ή
το
υψοφοβικ
ό
γενική
του
υψοφοβικ
ού
της
υψοφοβικ
ής
του
υψοφοβικ
ού
αιτιατική
τον
υψοφοβικ
ό
την
υψοφοβικ
ή
το
υψοφοβικ
ό
κλητική
υψοφοβικ
έ
υψοφοβικ
ή
υψοφοβικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υψοφοβικ
οί
οι
υψοφοβικ
ές
τα
υψοφοβικ
ά
γενική
των
υψοφοβικ
ών
των
υψοφοβικ
ών
των
υψοφοβικ
ών
αιτιατική
τους
υψοφοβικ
ούς
τις
υψοφοβικ
ές
τα
υψοφοβικ
ά
κλητική
υψοφοβικ
οί
υψοφοβικ
ές
υψοφοβικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υψοφοβικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
υψοφοβικός, -ή, -ό
(
ψυχιατρική
) που έχει
φοβία
για τα
ύψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υψοφοβικός