Δείτε επίσης: υψομέτρηση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υψομετρία οι υψομετρίες
      γενική της υψομετρίας των υψομετριών
    αιτιατική την υψομετρία τις υψομετρίες
     κλητική υψομετρία υψομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υψομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypsométrie[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypsometry[2] < < αρχαία ελληνική ὕψος + μέτρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υψομετρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. υψομετρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 υψομετρίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)