υφαντός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υφαντός | η | υφαντή | το | υφαντό |
γενική | του | υφαντού | της | υφαντής | του | υφαντού |
αιτιατική | τον | υφαντό | την | υφαντή | το | υφαντό |
κλητική | υφαντέ | υφαντή | υφαντό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υφαντοί | οι | υφαντές | τα | υφαντά |
γενική | των | υφαντών | των | υφαντών | των | υφαντών |
αιτιατική | τους | υφαντούς | τις | υφαντές | τα | υφαντά |
κλητική | υφαντοί | υφαντές | υφαντά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υφαντός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὑφαντός[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.fanˈdos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐φα‐ντός
Επίθετο επεξεργασία
υφαντός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υφαντός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας