Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόταξη οι υποτάξεις
      γενική της υπόταξης* των υποτάξεων
    αιτιατική την υπόταξη τις υποτάξεις
     κλητική υπόταξη υποτάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποτάξεως
Δείτε και το νεότερο υποτάξη.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόταξη < καθαρεύουσα ὑπόταξις (ὑπότακ-σις + -ση) < ελληνιστική κοινή ὑπόταξις < ὑπο- + τάξις. Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + τάξη[1]
για την ταξινομική βαθμίδα (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική subordo λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈpo.ta.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό‐τα‐ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπόταξη θηλυκό

  1. (γραμματική, τρόπος σύνταξης) όπου μια δευτερεύουσα πρόταση συνδέεται και εξαρτάται από μία κύρια ώστε να προσδιοριστεί
    παράδειγμα: τον απέλυσαν, γιατί έκλεβε το ταμείο
    κύρια πρόταση: τον απέλυσαν
    δευτερεύουσα πρόταση: γιατί έκλεβε συνδεδεμένη με τον υποτακτικό δείκτη τον υποτακτικό σύνδεσμο: γιατί
     αντώνυμα: παράταξη
  2. (ταξινομία) άλλη μορφή του υπόταξη

Εκφράσεις επεξεργασία

γραμματική

→ και δείτε τη λέξη υποτακτικός

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη υποτάσσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Αναφορές επεξεργασία