Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιατί < (κληρονομημένο) καθαρεύουσα διατί < αρχαία ελληνική διὰ τί < διὰ + τί

  Μόριο επεξεργασία

γιατί

  Σύνδεσμος επεξεργασία

γιατί

  • αιτιολογικός σύνδεσμος που αναφέρεται στο λόγο την αιτία ή το σκοπό μιας πράξης
    Δεν πήγα, γιατί είμαι άρρωστος.
     συνώνυμα: διότι, επειδή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία