Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπόνομος οι υπόνομοι
      γενική του υπονόμου
υπόνομου
των υπονόμων
    αιτιατική τον υπόνομο τους υπονόμους
υπόνομους
     κλητική υπόνομε υπόνομοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόνομος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὑπόνομος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈpo.no.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό‐νο‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπόνομος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία