μίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μίνα | οι | μίνες |
γενική | της | μίνας | των | (μινών) |
αιτιατική | τη | μίνα | τις | μίνες |
κλητική | μίνα | μίνες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική mina
Ουσιαστικό επεξεργασία
μίνα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μίνα
|