Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπόηχος οι υπόηχοι
      γενική του υπόηχου
υποήχου
των υπόηχων
υποήχων
    αιτιατική τον υπόηχο τους υπόηχους
υποήχους
     κλητική υπόηχε υπόηχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόηχος < υπό + ήχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπόηχος αρσενικό

  • κάθε ήχος του οποίου η συχνότητα είναι χαμηλότερη από το κατώτατο όριο συχνοτήτων που μπορούν να γίνουν αντιληπτές από την ανθρώπινη ακοή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία