υπουργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπουργικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπουργικός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπουργ(ός) + -ικός.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.puɾ.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πουρ‐γι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
υπουργικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε ή προέρχεται από υπουργό ή αποτελείται από υπουργούς
- ↪ υπουργική απόφαση
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπουργικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υπουργικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- υπουργικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υπουργικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- λήγουν σε -υπουργικός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)