υποκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποκαλλιέργεια | οι | υποκαλλιέργειες |
γενική | της | υποκαλλιέργειας | των | υποκαλλιεργειών |
αιτιατική | την | υποκαλλιέργεια | τις | υποκαλλιέργειες |
κλητική | υποκαλλιέργεια | υποκαλλιέργειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποκαλλιέργεια < υπο- + -καλλιέργεια• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποκαλλιέργεια θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποκαλλιέργεια