υποθερμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποθερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypothermie[1] ή από την αγγλική hypothermia[2] < (hypo- < αρχαία ελληνική) ὑπό υπο- + θερμ(ός) + -ία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.θeɾˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐θερ‐μί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποθερμία θηλυκό
- (ιατρική) η πτώση της θερμοκρασίας του ανθρώπινου σώματος κάτω από τα φυσιολογικά όρια.
- ↪ Οι ναυαγοί στις βόρειες θάλασσες κινδυνεύουν να πεθάνουν από υποθερμία.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- υποθερμία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποθερμία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υποθερμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.