Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπνοβασία οι υπνοβασίες
      γενική της υπνοβασίας των υπνοβασιών
    αιτιατική την υπνοβασία τις υπνοβασίες
     κλητική υπνοβασία υπνοβασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπνοβασία < υπνοβάτης + -σία[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική somnambulisme[1] [2])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.pno.vaˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πνο‐βα‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπνοβασία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 υπνοβασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. υπνοβασίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)