υπερχείλιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερχείλιση | οι | υπερχειλίσεις |
γενική | της | υπερχείλισης* | των | υπερχειλίσεων |
αιτιατική | την | υπερχείλιση | τις | υπερχειλίσεις |
κλητική | υπερχείλιση | υπερχειλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερχειλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερχείλιση < υπερχειλίζω + -ση < μεσαιωνική ελληνική υπερχειλώ + -ίζω < (ελληνιστική κοινή) ὑπερχειλής < ὑπέρ + αρχαία ελληνική χεῖλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερχείλιση θηλυκό
- το ξεχείλισμα
- ο μηχανισμός ή το άνοιγμα σε υδραυλικά συστήματα (συνήθως δεξαμενές), από όπου αποβάλλεται το επιπλέον υγρό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις υπερχειλίζω και χείλος