Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερφόρτωση συνάρτησης < → δείτε τις λέξεις υπερφόρτωση και συνάρτηση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική function overloading

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

υπερφόρτωση συνάρτησης

  • (προγραμματισμός) η δυνατότητα συνύπαρξης πολλών συναρτήσεων ή μεθόδων με το ίδιο όνομα που διαφέρουν στον τύπο των παραμέτρων εισόδου (βλ. υπογραφή συνάρτησης)
    Υπερφόρτωση στις συναρτήσεις: int add(int a, int b) {return a + b; } και float add(float a, float b) {return a + b; } που έχουν το ίδιο όνομα (add) αλλά διαφορετικούς τύπους στις παραμέτρους εισόδου: (int, int) και (float, float) αντίστοιχα

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία