υπερυψωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερυψωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερυψώνω, υπερυψώνομαι < ὑπερυψόω-ῶ < ὑπέρ + ὑψόω
Μετοχή επεξεργασία
υπερυψωμένος, -η, -ο
- που έχει υπερυψωθεί, που έχει υψωθεί πολύ υψηλά ή που είναι απλώς πιο υψηλά από ένα ορισμένο επίπεδο αναφοράς, π.χ. από το δάπεδο
- ο υπερεκτιμημένος, κάποιος που απολαμβάνει περισσότερο σεβασμό ή εκτίμηση από όσο του αξίζει