Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερμόλυνση οι υπερμολύνσεις
      γενική της υπερμόλυνσης* των υπερμολύνσεων
    αιτιατική την υπερμόλυνση τις υπερμολύνσεις
     κλητική υπερμόλυνση υπερμολύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερμολύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερμόλυνση < υπερ- + μόλυνση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερμόλυνση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία