προνύμφη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈniɱ.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐νύμ‐φη
Ουσιαστικό επεξεργασία
προνύμφη θηλυκό
- (ζωολογία, εντομολογία) η μεταβατική μορφή ενός όντος (εντόμου, αμφίβιου κ.λπ.) κατά τη μετατροπή του από έμβρυο σε τέλειο άτομο