Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερκατανάλωση οι υπερκαταναλώσεις
      γενική της υπερκατανάλωσης* των υπερκαταναλώσεων
    αιτιατική την υπερκατανάλωση τις υπερκαταναλώσεις
     κλητική υπερκατανάλωση υπερκαταναλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερκαταναλώσεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερκατανάλωση < υπερ- + κατανάλωση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.taˈna.lo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐κα‐τα‐νά‐λω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερκατανάλωση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις υπέρ και καταναλώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία