Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιλοβατώρα οι κιλοβατώρες
      γενική της κιλοβατώρας των κιλοβατωρών
    αιτιατική την κιλοβατώρα τις κιλοβατώρες
     κλητική κιλοβατώρα κιλοβατώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιλοβατώρα < κιλοβάτ + ώρα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική kilowattheure[1] ή αγγλική kilowatt-hour[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ki.lo.vaˈto.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐λο‐βα‐τώ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιλοβατώρα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία