υπεραστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεραστικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interurban
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.stiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.stiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.stiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
υπεραστικός -ή, -ό
- που βρίσκεται, γίνεται ή εκτείνεται έξω από τα όρια μιας πόλης, σε άλλες περιοχές
- υπεραστικός σιδηρόδρομος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεραστικός