↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροστεγής η υδροστεγής το υδροστεγές
      γενική του υδροστεγούς* της υδροστεγούς του υδροστεγούς
    αιτιατική τον υδροστεγή την υδροστεγή το υδροστεγές
     κλητική υδροστεγή(ς) υδροστεγής υδροστεγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροστεγείς οι υδροστεγείς τα υδροστεγή
      γενική των υδροστεγών των υδροστεγών των υδροστεγών
    αιτιατική τους υδροστεγείς τις υδροστεγείς τα υδροστεγή
     κλητική υδροστεγείς υδροστεγείς υδροστεγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδροστεγής < υδρο- + στέγω + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

υδροστεγής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία