Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέγη οι στέγες
      γενική της στέγης των στεγών
    αιτιατική τη στέγη τις στέγες
     κλητική στέγη στέγες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στέγη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στέγη
 
Σπίτι με ξύλινη στέγη.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈste.ʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στέ‐γη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στέγη θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) η οριζόντια ή επικλινής επιφάνεια που καλύπτει κάποιο κτίσμα και μπορεί να αποτελείται από πλάκες, κεραμίδια, μπετόν κ.λπ.
     συνώνυμα: σκεπή
  2. (συνεκδοχικά) το σπίτι, η κατοικία
  3. (μεταφορικά) η εταιρεία ή ο οργανισμός που έχει ένα ορισμένο σκοπό να προωθήσει και να προστατεύσει
    Tο περιοδικό μας προσφέρει στέγη σε νέους λογοτέχνες.
  4. ο χώρος που παρέχεται για την εξυπηρέτηση μιας ορισμένης, επαγγελματικής συνήθως, ανάγκης
    Αυτή είναι η θεατρική στέγη του γνωστού σκηνοθέτη και ηθοποιού.

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στέγη αἱ στέγαι
      γενική τῆς στέγης τῶν στεγῶν
      δοτική τῇ στέγ ταῖς στέγαις
    αιτιατική τὴν στέγην τὰς στέγᾱς
     κλητική ! στέγη στέγαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στέγ
γεν-δοτ τοῖν  στέγαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στέγη < στέγ(ω) +

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία