υαλοκαθαριστήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υαλοκαθαριστήρας < ύαλος + -ο- + καθαριστήρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
υαλοκαθαριστήρας αρσενικό
- το μηχανικό εξάρτημα του αυτοκινήτου που απομακρύνει το νερό της βροχής από το παρμπρίζ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υαλοκαθαριστήρας