Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υαλοκαθαριστήρας οι υαλοκαθαριστήρες
      γενική του υαλοκαθαριστήρα των υαλοκαθαριστήρων
    αιτιατική τον υαλοκαθαριστήρα τους υαλοκαθαριστήρες
     κλητική υαλοκαθαριστήρα υαλοκαθαριστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υαλοκαθαριστήρας < ύαλος + -ο- + καθαριστήρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
υαλοκαθαριστήρας σε παρμπρίζ

υαλοκαθαριστήρας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία