Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρμπρίζ < γαλλική pare-brise

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paɾˈbɾiz/
 
αυτοκόλλητα σε παρμπρίζ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρμπρίζ ουδέτερο άκλιτο

  1. (τεχνολογία): το προστατευτικό τζάμι στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις αλεξήνεμο και ανεμοθώρακας
  2. (κατ’ επέκταση) το προστατευτικό τζάμι στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ή και τα πλαϊνά παράθυρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία