windshield
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
windshield | windshields |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
windshield (en)
- το παρμπρίζ
- ↪ A stone hit the windshield.
- Μια πέτρα χτύπησε το παρμπρίζ.
- ↪ A stone hit the windshield.