Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυρρηνικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τυρρηνικ
ός
η
τυρρηνικ
ή
το
τυρρηνικ
ό
γενική
του
τυρρηνικ
ού
της
τυρρηνικ
ής
του
τυρρηνικ
ού
αιτιατική
τον
τυρρηνικ
ό
την
τυρρηνικ
ή
το
τυρρηνικ
ό
κλητική
τυρρηνικ
έ
τυρρηνικ
ή
τυρρηνικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τυρρηνικ
οί
οι
τυρρηνικ
ές
τα
τυρρηνικ
ά
γενική
των
τυρρηνικ
ών
των
τυρρηνικ
ών
των
τυρρηνικ
ών
αιτιατική
τους
τυρρηνικ
ούς
τις
τυρρηνικ
ές
τα
τυρρηνικ
ά
κλητική
τυρρηνικ
οί
τυρρηνικ
ές
τυρρηνικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυρρηνικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
τυρρηνικός, -ή, -ό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυρρηνικός
αγγλικά
:
Etruscan
(en)