Δείτε επίσης: τσιτσιρίζω, τσιρλίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιρίζω < αρχαία ελληνική συρίζω (ορθογραφική απλοποίηση[1]) < σῦριγξ < προελληνική [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡siˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐ρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

τσιρίζω, αόρ.: τσίριξα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. τσιρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  3. «τσυρίζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)