Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφυρίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

σφυρίζω, αόρ.: σφύριξα, παθ.φωνή: σφυρίζομαι, π.αόρ.: σφυρίχτηκα, μτχ.π.π.: σφυριγμένος

  1. κάνω συριστικό ήχο με το στόμα μου χρησιμοποιώντας τα χείλη ή και τα δάχτυλα
  2. βγάζω συριστικό ήχο σαν να σφυρίζω
    ※  Το βαπόρι σφύριξε, κίνησε να φύγει. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
  3. χρησιμοποιώ τη σφυρίχτρα
    Ο διαιτηρής σφύριξε τη λήξη του αγώνα.
  4. (μεταφορικά) λέω σε κάποιον κάτι χωρίς να γίνω αντιληπτός από τρίτον

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία