Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιγγάνα οι τσιγγάνες
      γενική της τσιγγάνας
    αιτιατική την τσιγγάνα τις τσιγγάνες
     κλητική τσιγγάνα τσιγγάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιγγάνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία