Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάμπουρο τα τσάμπουρα
      γενική του τσάμπουρου των τσάμπουρων
    αιτιατική το τσάμπουρο τα τσάμπουρα
     κλητική τσάμπουρο τσάμπουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσάμπουρο < τσαμπί + ουρά + -ο < μεσαιωνική ελληνική τσαμπί < βενετική zambin, υποκοριστικό του zamba (κνήμη ζώου)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσάμπουρο ουδέτερο

  1. το τσαμπί των σταφυλιών απογυμνωμένο από ρώγες, ή το κοτσάνι του σταφυλιού δίχως τον καρπό
  2. (σπάνιο) το αποστάφυλο
  3. (στον πληθυντικό) τσάμπουρα: τα στέμφυλα

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία