Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρόμπα μαρίνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρόμπα μαρίνα θηλυκό

  1. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου
  2. (οικείο) (μειωτικό) τρόμπας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία