τρολατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
τρολατζής < τρολ + -ατζής < αγγλική troll
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρολατζής αρσενικό
- (νεολογισμός) (αργκό) το διαδικτυακό τρολ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τρολ
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρολατζής
|