τρολ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρολ < (άμεσο δάνειο) αγγλική troll < σουηδική ή νορβηγική troll < παλαιά νορβηγική trǫll < πρωτογερμανική *truzlą < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρολ ουδέτερο άκλιτο
- (αγγλική, σκανδιναβική λαογραφία) υπερφυσικό πλάσμα με παραμορφωμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά [1]
- (νεολογισμός, διαδικτυακή αργκό) που καταχράται ένα δίκτυο συζήτησης στέλνοντας προκλητικά μηνύματα με σκοπό τον εκνευρισμό των μελών του και ατέλειωτες συζητήσεις
Άλλες γραφές επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
- τρολαριστής/τρολλαριστής
- τρολάς/τρολλάς
- (σκωπτικό) τρόλεϊ
- τρολάκιας/τρολλάκιας
- τρολατζής/τρολλατζής/τρολεατζής/τρολλεατζής
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- μην ταΐζετε τα τρολ: μην παρασύρεστε και απαντάτε στις προκλητικές ενέργειες ενός τρολ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ troll (English) στο αγγλικό Βικιλεξικό