τρισμέγιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρισμέγιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
τρισμέγιστος, -η, -ο
- πάρα πολύ μεγάλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρισμέγιστος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τρισμέγιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.